09:00 – 11:30

4η ΣΥΝΕΔΡΙΑ (ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ)

Αίθουσα «Θεάτρου» (Ισόγειο)

Προεδρείο: Λ. Χατζηπέτρου-Κουρουνάκη, Κ. Κομητοπούλου

09:00 – 09:25

Χατζηπέτρου-Κουρουνάκη Λ.

Τομέας Γενετικής, Ανάπτυξης και Μορ.Βιολογίας, Τμ.Βιολογίας, ΑΠΘ

Μεταβιβαζόμενες σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες. Ρόλος του ανοσοβιολογικού συστήματος

09:25 – 09:50

Τζίνια Α1, Ε. Λάσκαρης1, Α. Θεοδώρου2, Β. Zhou3,  Α. Michael3 και Α. Χαρώνης2

1Ινστ. Βιολογίας ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος. 2Εργ. Ανατομίας Ιατρικό Tμήμα, ΠΠ. 3Dept. of Pediatrics Univ. of Minnesota Medical School

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ ΤΙΝ, ΠΡΩΤΕΪΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΥ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ

09:50 – 10:00

Κουρή Γ. 1, Δ. Ηλιόπουλος1, Ο. Κωβαίου1, Μ. Σύρρου2

Μ. Γκατσόλα-Καραβέλη1 και Ν. Βογιατζής1

1Εργ. Κυτ/γενετικής, Β΄ Παιδιατρική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. 2Εργ. Γεν. Βιολογίας, Ιατρική Σχολή, ΠΙ

Συσχέτιση χρωμοσωμικών μεταθέσεων και αυτομάτων αποβολών


 

10:00 – 10:10

Κουρή Γ.1, Δ. Ηλιόπουλος1, Μ. Σύρρου2, Α. Ρεκλείτη1

και Ν. Βογιατζής1

1Εργ. Κυτ/γενετικής, Β΄ Παιδιατρική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. 2Εργ. Γεν. Βιολογίας, Ιατρική Σχολή, ΠΙ

Η συμβολή της τεχνικής FISH στην ταυτοποίηση των μερικών τρισωμιών

10:10 – 10:20

Ηλιόπουλος Δ. 1, Γ. Κουρή1, Μ. Σύρρου2, Ι. Ρούσσο1

και Ν. Βογιατζής1

1Εργ. Κυτ/γενετικής, Β΄ Παιδιατρική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. 2Εργ. Γεν. Βιολογίας, Ιατρική Σχολή, ΠΙ

Κλινικά, κυτταρογενετικά και μοριακά χαρακτηριστικά των περιπτώσεων ΧΧ males

10:20 – 10:30

Ηλιόπουλος1 Δ., Γ. Κουρή1, Β. Περιστέρη2, Α. Ρεκλείτη1,

Α. Ανδρέου2 και Ν. Βογιατζής1

1Εργ. Κυτ/γενετικής, Β΄ Παιδιατρική Κλινική ΑΠΘ., Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. 2Νεογνολογική Κλινική, Ιπποκράτειο Νοσ/μείο, Θεσ/νίκη

Διπλή τρισωμία (48, ΧΧΥ, +21) σε δίδυμο νεογνό

10:30 – 10:45

Καραγιάννη1 B., Χ. Καμούτσης2, Σ. Χουβαρτάς2,

Δ. Μουρελάτος1, Ε. Μιόγλου1 και Ζ. Ιακωβίδου1

1Eργ. Γεν. Βιολογίας και Γενετικής Ιατρικού Τμήματος ΑΠΘ. 2Εργ. Φαρμακευτικής Χημείας ΠΠ

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΥΤΤΑΡΟΣΤΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΜΠΟΥΚΙΛΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΛΑΚΤΑΜΗ ΤΗΣ ΕΚΟΓΕΝΙΝΗΣ (HECOGENIN)

10:45 – 11:10

Ζερβολέα1 Ε., Χ. Πρατσίνης1, Δ. Σταθάκος1, Ε. Μπάσδρα2,

Α. Παπαβασίλείου2 και Δ. Κλέτσας1

1Εργαστήριο Κυτταρικού Πολλαπλασιασμού και Γήρανσης, Ινστιτούτο Βιολογίας, ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος”, 2Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας,Ιατρική Σχολή, ΠΠ

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΙΚΗΣ ΟΜΟΙΟΣΤΑΣΙΑΣ

11:15 – 11:30

Πρατσίνης1 X., Σ. Τσαγκαράκης2, Ε. Ζερβολέα1,

Φ. Γιαννακόπουλος2, Δ. Σταθάκος1, Ν. Θαλασσινός2

και Δ. Κλέτσας1

1Εργ. Κυτταρικού Πολλαπλασιασμού & Γήρανσης, Ινστ. Βιολογίας, ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος». 2Τμήμα Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού, ΠΓΝΑ «Ο Ευαγγελισμός»

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ IN VITRO ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΕΡΜΑΤΙΚΩΝ ΙΝΟΒΛΑΣΤΩΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥΣ IN VIVO ΣΕ ΥΨΗΛΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΓΛΥΚΟΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΜΕΤΑΒΙΒΑΖΟΜΕΝΕΣ ΣΠΟΓΓΩΔΕΙΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΕΣ. ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Λ. Χατζηπέτρου-Κουρουνάκη

Τομέας Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών, Τμήμα Βιολογίας, Α. Π.Θ

 

Οι μεταβιβαζόμενες σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες (TSE) ή αλλιώς νόσοι των «πριονς» περιλαμβάνoυν ομάδα νόσων στενά σχετιζομένων με  νευροκαταστροφικές ανωμαλίες, όπως την Creutzfeldt-Jakob νόσο (CJD) των ανθρώπων, την τρομώδη νόσο των αιγοπροβάτων (scrapie, Sc) την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (BSE) κ.ά. Η αγωνία του κοινού γι’αυτήν την ομάδα των νόσων έχει πρόσφατα κορυφωθεί, επειδή η BSE μπορούσε να μεταδοθεί  ειδικά μέσω της διατροφής με μολυσμένα προϊόντα βοοειδών. ΄Όλες οι νόσοι TSE χαρακτηρίζονται με την απόθεση μέσα στον εγκέφαλο των πρωτεϊνών PrΡSc (prion protein scrapie) που είναι μια αφύσικη, σχετικά ανθεκτική στις πρωτεάσες ισομορφή της φυσικής κυτταρικής πρωτεϊνης PrPC (prion protein cellular) του ξενιστή. Ο αιτιολογικός παράγοντας των TSE δεν έχει πιστοποιηθεί ακόμα ακριβώς, αλλά η PrPSc συνευρίσκεται με την μολυσματικότητα.  Η πρωτεϊνη πρίον μπορεί να πολλαπλασιάζεται χωρίς τη βοήθεια νουκλεϊνικών οξέων. Η κύρια διαφορά μεταξύ της φυσιολογικής PrPC και της μολυσματικής  PrPSc είναι στη στερεοχημική μορφή. Προφανώς η PrPSc πολλαπλασιάζει τον εαυτό της με την επαφή της με φυσιολογικά μόρια που με κάποιο τρόπο τα κάνει να ξεδιπλώνονται ώστε από τη συνηθισμένη τους διαμόρφωση να παίρνουν το σχήμα της. Το ανοσοβιολογικό σύστημα, παραδόξως, φαίνεται να παίζει το ρόλο του “Δούρειου ΄Ιππου” μάλλον παρά ισχυρό προστα-τευτικό ρόλο κατά την μόλυνση με πριον. Επειδή τα πριονς φαίνεται ότι βασικά αποτελούνται από κάποια πρωτεϊνη PrPSc, πανομοιότυπη στην ακολουθία των αμινοξέων με την πρωτεϊνη που κωδικοποιείται από τον ξενιστή, PrPC, το ειδικό αμυντικό σύστημα εμφανίζει φυσική ανοχή. Ωστόσο τα λεμφικά όργανα εμπλέκονται ισχυρά στα προκλινικά στάδια της νόσου. Σε φυσιολογικά άτομα, κύτταρα του ανοσοβιολογικού συστήματος υποστηρίζουν τον πολλαπλασιασμό των πριονς και επιτρέπουν την νευροδιείσδυση. Θα αναπτυχθούν επίσης οι τρόποι μετάδοσης, οι τρόποι αδρανοποίησης καθώς και μολυσματικότητα των διαφόρων ιστών.


ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ ΤΙΝ, ΠΡΩΤΕΙΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΥ  ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ

 

Τζίνια Α1, Λάσκαρης Ε1, Θεοδώρου Α2, Zhou B3, Michael A3, Χαρώνης Α2

1Ινστιτούτο Βιολογίας ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, 2Εργαστήριο Ανατομίας Ιατρικό Tμήμα Πανεπιστημίου Πατρών, 3Department of Pediatrics University of Minnesota Medical School

 

Το αντιγόνο ΤΙΝ (TubuloInterstitial Nephritis Antigen) είναι γλυκο-πρωτείνη της εξωκυττάριας ουσίας με κύρια εντόπιση στην επιθηλιακή βασική μεμβράνη του εγγύς εσπειραμένου του νεφρού και του εντέρου. Η ανάλυση της αμινοξικής του αλληλουχίας σε κουνέλι, ποντίκι και άνθρωπο αποκάλυψε περιοχές με ιδιαίτερη λειτουργική σημασία, όπως ύπαρξη προπεπτίδιου που μπορεί να απομακρυνθεί με τη δράση φουρινών, ύπαρξη θέσεων σύνδεσης με ιόντα ασβεστίου και με ATP/GTP, και περιοχή με 30% ομολογία με καθεψίνες. 

Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η δυνατότητα του ΤΙΝ να δρα σαν ένζυμο λόγω της δομικής του ομοιότητας με τις καθεψίνες. Μιά τέτοια λειτουργία θα συνέβαλε σημαντικά στη φυσιολογία των ιστών στους οποίους εντοπίζεται. Απομονωμένο ΤΙΝ δείχθηκε να εμφανίζει ενζυμική δραστικότητα έναντι συνθετικού υποστρώματος ειδικού γιά καθεψίνες καθώς και έναντι φυσικών υποστρωμάτων όπως ζελατίνη, κολλαγόνο τύπου IV και λαμινίνης. Η ενζυμική δραστικότητα του μορίου αυξάνει σε ουδέτερο pH και παρουσία ιόντων ασβεστίου, αναστέλλεται δε μερικώς παρουσία αντισωμάτων ειδικών έναντι του ΤΙΝ.

Τα παραπάνω ευρήματα στηρίζουν την άποψη ότι το αντιγόνο ΤΙΝ μπορεί να έχει ενζυμική δράση και η δραστικότητά του να ρυθμίζεται από παράγοντες όπως η συγκέντρωση ιόντων ασβεστίου. Είναι ενδιαφέρον ότι οι βασικές μεμβράνες στις οποίες εντοπίζεται βρίσκονται σε επιθήλια όπου επιτελείται έντονη μεταφορά ιόντων ασβεστίου.

 

Το παραπάνω έργο χρηματοδοτείται από τη ΓΓΕΤ και το Ευρωπαικό Κοινωνικό Ταμείο στα πλαίσια του προγράμματος ΠΕΝΕΔ 99 με κωδικό 99ΕΔ170 και από το Πρόγραμμα Καραθεοδωρή της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου Πατρών


 


ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΧΡΩΜΟΣΩΜΙΚΩΝ ΜΕΤΑΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΜΑΤΩΝ ΑΠΟΒΟΛΩΝ

 

Κουρή Γ.1, Ηλιόπουλος Δ.1, Κωβαίου Ο.1, Σύρρου Μ.2, Γκατζόλα-Καραβέλη Μ.1, Βογιατζής Ν.1

1Εργ. Κυτταρογενετικής, Β’Παιδιατρική κλινική Α.Π.Θ. Νοσοκομείο Α.Χ.Ε.Π.Α., Θεσσαλονίκη

 2Εργ. Γενικής Βιολογίας, Ιατρική σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες των γονιών, ως αίτια επανειλημμένων αποβολών έχουν αναγνωρισθεί εδώ και τριανταπέντε χρόνια. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η εκτίμηση της συχνότητας των χρωμοσωμικών μεταθέσεων σε ζευγάρια με ιστορικό πολλαπλών αποβολών στο βορειοελλαδικό χώρο. Μελετήθηκαν τα χρωμοσώματα 351 ζευγαριών, που παρουσίαζαν προβλήματα πολλαπλών αποβολών, κατά το χρονικό διάστημα 1995 έως και 2000. Όλες οι αποβολές είχαν συμβεί στο πρώτο τρίμηνο της κύησης. Από τα 351 ζευγάρια που μελετήθηκαν, χρωμοσωμικές μεταθέσεις βρέθηκαν σε δεκαοκτώ άτομα (δέκα γυναίκες και οκτώ άνδρες). Πέντε άνδρες και δύο γυναίκες παρουσίαζαν μετάθεση κατά Robertson μεταξύ των χρωμοσωμάτων 13;14, ενώ μία γυναίκα μετάθεση κατά Robertson μεταξύ των χρωμοσωμάτων 14;15. Τα υπόλοιπα περιστατικά αφορούσαν   αμοιβαίες μεταθέσεις χρωμοσωμάτων όπως: 46,XY,t(1;8)(q42; q24), 46,XY,t(15;20)(q21;p13), 46,XY,t(1;16)(q22;q24), 46,XY,t(6;10)(q13;q12), 46,XX,t(6;12)(q22;q24),  46,XX,ins(6;7)(p11p22;p14), 46,XX,t(3;5)(q21;q13), 46,XX,t(16;17)(p13;p11) 46, XX, t(9;14)(q13;q11), 46,XX,t(6;15)(p25;q15). Είναι γνωστό ότι στα ζευγάρια που έχουν ισοζυγισμένη μετάθεση δημιουργούνται γαμέτες με φυσιολογικό ή μη γενετικό υλικό. Κατά τη γονιμοποίηση θα δημιουργηθούν τριών ειδών ζυγώτες : φυσιολογικοί, παθολογικοί και φορείς της ισοζυγισμένης μετάθεσης. Η συχνότητα των ισοζυγισμένων μεταθέσεων στο γενικό πληθυσμό ανέρχεται στο 0,17%, ενώ στα ζευγάρια με αποβολές το ποσοστό είναι κατά πολύ μεγαλύτερο. Σε δύο μελέτες στον ελλαδικό χώρο, βρέθηκαν ποσοστά 5,3% και 6%, αντιστοίχως. Στη δική μας μελέτη βρήκαμε μεταθέσεις στο 2,56% των ατόμων που ελέχθησαν. Σε όλα τα ζευγάρια δόθηκε η συμβουλή, στην επόμενη κύηση,  να γίνει προγεννητικός έλεγχος.


Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ FISH ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΡΙΚΩΝ ΤΡΙΣΩΜΙΩΝ

 

Κουρή Γ.1, Ηλιόπουλος Δ.1,  Σύρρου Μ.2, Ρεκλείτη Α.1, Βογιατζής Ν.1

1Εργ.Κυτταρογενετικής, Β’Παιδιατρική κλινική Α.Π.Θ., Νοσοκομείο Α.Χ.Ε.Π.Α., Θεσσαλονίκη. 2Εργ. Γενικής Βιολογίας, Ιατρική σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

 

Η ακριβής διάγνωση των μερικών τρισωμιών με τις συμβατικές μεθόδους ανάλυσης (π.χ. ζώνες GTG, QFQ, RHG) είναι πάρα πολύ δύσκολη έως αδύνατη, ιδιαίτερα όταν το επιπλέον γενετικό υλικό είναι πολύ μικρό. Όταν το πάσχον άτομο προέρχεται από γονέα, φορέα ισοζυγισμένης μετάθεσης, η διάγνωση είναι σχετικά εύκολη. Όταν όμως η εμφάνιση της μερικής τρισωμίας είναι de novo, τότε η ακριβής διάγνωση θα γίνει μόνο με τη FISH. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία της τεχνικής FISH στη διάγνωση των μερικών τρισωμιών. Παρουσιάζουμε επτά περιπτώσεις μερικών τρισωμιών. Οι τέσσερις μελετήθηκαν μόνο με τις συμβατικές μεθόδους ανάλυσης και οι υπόλοιπες τρεις και με την τεχνική FISH. Πιο συγκεκριμένα, οι τέσσερις πρώτες περιπτώσεις είχαν τους εξής καρυότυπους : 46,XX,18q+ , 46,XX,3q+, 46,XY,14p+ , 46,XY,5p+ . Στις τρείς πρώτες περιπτώσεις, η εμφάνιση του επιπλέον γενετικού υλικού ήταν de novo και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατή η ακριβής διάγνωση της μερικής τρισωμίας. Στην τέταρτη περίπτωση (46,XY, 5p+), είμαστε βέβαιοι ότι είχαμε μερική τρισωμία των μακρών σκελών του χρωμοσώματος 7 επειδή η μητέρα του παιδιού ήταν φορέας ισοζυγισμένης μετάθεσης μεταξύ των χρωμοσωμάτων 5 και 7. Οι υπόλοιπες τρεις περιπτώσεις μελετήθηκαν και με την τεχνική FISH οπότε είχαμε ακριβή διάγνωση των τρισωμιών. Η πρώτη περίπτωση αφορούσε μια μερική τρισωμία 12, η δεύτερη μερική τρισωμία 13 και η τρίτη μερική τρισωμία 14. Είναι προφανές ότι η τεχνική FISH είναι απαραίτητη για τη διάγνωση των μερικών τρισωμιών (κυρίως de novo). Με την ακριβή διάγνωση μπορούμε να γνωρίζουμε πολύ καλύτερα την εξέλιξη του πάσχοντος ατόμου και να δώσουμε σωστή γενετική καθοδήγηση στην οικογένειά του.

 

 


ΚΛΙΝΙΚΑ, ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗ-ΡΙΣΤΙΚΑ ΤΡΙΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΧΧ MALES

 

Ηλιόπουλος Δ.1, Κουρή Γ.1,   Σύρρου Μ.2, Ρούσσο Ι.1, Βογιατζής Ν.1

1 Εργ. Κυτταρογενετικής, Β΄Παιδιατρική Κλινική Α.Π.Θ.,

Νοσοκομείο Α.Χ.Ε.Π.Α., Θεσσαλονίκη

2Εργ. Γενικής Βιολογίας, Ιατρική σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

 

Φαινότυπος άνδρα με καρυότυπο 46, ΧΧ έχει περιγραφεί από το 1964 (Brown C. et al., De la Chapele et al., Therkelsen). Η εμφάνιση των 46, ΧΧ males είναι κατά προσέγγιση 1/20.000 γεννήσεις. Τα άτομα αυτά έχουν φαινότυπο και ψυχοκοινωνική συμπεριφορά άνδρα και μοιάζουν πολύ με άτομα που πάσχουν από  σύνδρομο Klinefelter (47, XXY). Παρουσιάζουμε τρεις περιπτώσεις ανδρών, δύο εκ των οποίων προσήλθαν στο ΄Εργ. Κυτταρογενετικής του Νοσοκομείου Α.Χ.Ε.Π.Α. κι ένας στο ΄Εργ. Γενικής Βιολογίας του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων για έλεγχο καρυότυπου λόγω υπογοναδισμού. Από τη κλινική εξέταση παρατηρήθηκε αραιή τρίχωση προσώπου, μασχάλης και εφηβαίου, γυναικομαστία και μικροί όρχεις. Επίσης, παρουσίαζαν όλοι αζωοσπερμία. Η μελέτη του καρυότυπου τους, από καλλιέργειες λεμφοκυττάρων περιφερικού αίματος και κατόπιν, χρώσης με ταινίες G αποκάλυψε γονότυπο 46, XX. Η μοριακή ανάλυση περιέλαβε έλεγχο δώδεκα γονιδιακών τόπων του χρωμοσώματος Υ για τους οποίους τα άτομα βρέθηκαν θετικά μόνο για τον SRY(sY14). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, σε περιστατικά που μελετήθηκαν με τη τεχνική FISH, βρέθηκαν τμήματα του χρωμοσώματος Υ  πάνω στα βραχέα σκέλη του ενός χρωμοσώματος Χ. Η ύπαρξη του γονιδίου SRY, το οποίο καθορίζει το σχηματισμό των όρχεων, πάνω στα βραχέα σκέλη του χρωμοσώματος Χ προέρχεται από άνισο διασκελισμό των ομόλογων περιοχών των βραχέων σκελών των φυλετικών χρωμοσωμάτων κατά τη διάρκεια της μιτωτικής διαίρεσης  στον πατέρα. Η διερεύνηση κι η ακριβής διάγνωση αυτών των περιστατικών συμβάλλει στη σωστή γενετική καθοδήγηση των ασθενών.     

 

 

 


 


ΔΙΠΛΗ ΤΡΙΣΩΜΙΑ (48,ΧΧΥ,+21) ΣΕ ΔΙΔΥΜΟ ΝΕΟΓΝΟ

 

Ηλιόπουλος Δ.1 , Κουρή Γ.1, Περιστέρη Β.2, Ρεκλείτη Α.1, Ανδρέου Α.2, Βογιατζής Ν.1

1Εργ. Κυτταρογενετικής, Β’ Παιδιατρική Κλινική Α.Π.Θ., Νοσοκομείο Α.Χ.Ε.Π.Α.,  Θεσ/νίκη 2 Νεογνολογική Κλινική, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, Θεσ/νίκη

 

Το σύνδρομο Down είναι η πιο συχνή χρωμοσωμική ανωμαλία και εμφανίζεται με συχνότητα 1/770 γεννήσεις. Η συχνότητα του συνδρόμου Klinefelter είναι περίπου 1/1000 γεννήσεις αγοριών. Το 1959 δημοσιεύτηκε η πρώτη περίπτωση της διπλής ανευπλοειδίας (48,ΧΧΥ,+21), δηλαδή συνδρόμου Down και Klinefelter στο ίδιο άτομο. Έκτοτε ακολούθησαν αρκετές ανακοινώσεις. Η παραπάνω περίπτωση σε δίδυμο νεογνό δεν είδε το φως της δημοσιότητας, τουλάχιστον, στην προσιτή σε εμάς βιβλιογραφία. Παρουσιάζουμε δίδυμα νεογνά με τυπική κλινική εικόνα συνδρόμου Down, εκ των οποίων, το ένα είχε καρυότυπο 48,ΧΧΥ,+21. Η καλλιέργεια λεμφοκυττάρων του άλλου νεογνού ήταν ανεπιτυχής. Τα νεογνά γεννήθηκαν κατόπιν καισαρικής τομής, λόγω προδρομικού πλακούντα, ύστερα από κύηση 28 εβδομάδων. Η ηλικία των γονέων ήταν 42 ετών του πατέρα και 43 ετών της μητέρας. Το ζευγάρι δεν είχε καμία συγγένεια μεταξύ του, είχε δε ένα  άλλο υγιές παιδί(αγόρι) 3,5 ετών. Το πρώτο νεογνό παρουσίασε βαρύ σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας, εν συνεχεία πνευμοθώρακα και απεβίωσε την 2η ημέρα της ζωής του. Το δεύτερο νεογνό παρουσίασε μόνο ελαφράς μορφή συνδρόμου αναπνευστικής  δυσχέρειας. Την 2η ημέρα της ζωής τους έγινε καλλιέργεια λεμφοκυττάρων για την μελέτη του καρυότυπου. Η καλλιέργεια λεμφοκυττάρων του πρώτου νεογνού ήταν ανεπιτυχής, ενώ του δευτέρου  ο καρυότυπος ήταν 48,ΧΧΥ,+21. Νέα καλλιέργεια  λεμφοκυττάρων του πρώτου νεογνού δεν έγινε δυνατή λόγω  θανάτου. Επειδή και τα δύο νεογνά είχανε την ίδια κλινική εικόνα, κοινό πλακούντα,, πιθανολογούμε ότι ήταν μονοωογενή δίδυμα και ως εκ τούτου το πρώτο νεογνό εκτός από σύνδρομο Down πρέπει να είχε ταυτόχρονα και σύνδρομο Klinefelter. H παραπάνω περίπτωση παρουσιάζεται λόγω της σπανιότητας, της πιθανής ταυτόχρονης εμφάνισης διπλής ανευπλοειδίας σε δίδυμα νεογνά και όπως προαναφέραμε, δεν βρέθηκε παρόμοια περίπτωση δημοσιευμένη.               

 

 


ΕΝΙΣΧΥΣΗ  ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΚΑΙ  ΚΥΤΤΑΡΟΣΤΑΤΙ-ΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΜΠΟΥΚΙΛΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΛΑΚΤΑΜΗ ΤΗΣ ΕΚΟΓΕΝΙΝΗΣ (HECOGENIN)

 

Καραγιάννη1 B., Χ. Καμούτσης2, Σ. Χουβαρτάς2, Δ. Μουρελάτος1, Ε. Μιόγλου1 και Ζ. Ιακωβιδου1

1Eργ Γενικής Βιολογίας και Γενετικής Ιατρικού Τμήματος ΑΠΘ

2Εργ Φαρμακευτικής Χημείας Παν/μίου Πατρών

 

Έναυσμα για τη νεοσύνθεση των ουσιών που μελετήσαμε αποτέλεσαν τα

βιβλιογραφικά δεδομένα : α) η αντινεοπλασματική δράση της Εκογενίνης σε καλλιέργειες καρκινικών κυττάρων τραχήλου (ΗeLa) και β) η απόδειξη ότι η ομάδα  -ΝΗCO-  (λακτάμης) σε τροποποιημένους στεροειδείς εστέρες παραγώγων της Χλωραμπουκίλης επαυξάνει την αντινεοπλασματική δράση του αλκυλιωτικού τμήματος του μορίου. Οι χρωματιδιακές ανταλλαγές (Sister Chromatid Exchanges, SCEs) επελέγησαν ως ευαίσθητος «δείκτης» της ανεπιδιόρθωτης βλάβης του χρωμοσωμικού DNA που προκύπτει μετά τη ζημιογόνο επίδραση των υπό μελέτη ουσιών. Ως κριτήριο κυτταρο-στατικότητας χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης ρυθμού πολλαπλασιασμού των λεμφοκυττάρων (Proliferation Rate Index, PRI).

Τόσο τα καρκινικά όσο και τα φυσιολογικά κύτταρα διαθέτουν τους ίδιους επιδιορθωτικούς μηχανισμούς βλαβών του DNA τους. Επομένως οι καλλιέργειες λεμφοκυττάρων από περιφερικό αίμα υγιών ανθρώπων αποτελούν άριστο προτεινόμενο πειραματικό υλικό για τη μελέτη δυνάμει αντινεοπλασματικών ουσιών.

Η συγκριτική μελέτη περιελάμβανε τις ουσίες: οξεική Εκογενίνη (ουσία 1),

λακτάμη της Εκογενίνης (ουσία 2), λακτάμη της Εκογενίνης συνδεδεμένη με Χλωραμπουκίλη (ουσία 3), Εκογενίνη συνδεδεμένη με Χλωραμπουκίλη (ουσία 4) και Χλωραμπουκίλη (ουσία 5). Η σύγκριση έγινε σε ισομοριακή βάση και σε υποπολλαπλάσιες δόσεις της χορηγούμενης κλινικά Χλωραμπουκίλης.

Η σειρά δραστικότητας των ουσιών αποδείχθηκε:ουσία 3>>4~2>5>1.

Συμπερασματικά και σύμφωνα με το σκεπτικό της μελέτης, ο εστέρας της Χλωραμπουκίλης με τη λακτάμη της Εκογενίνης παρουσιάζει αξιοσημείωτη συνεργική γονοτοξικότητα και κυτταροστατικότητα σε σύγκριση με τις επιμέρους δράσεις της Χλωραμπουκίλης και της λακτάμης της Εκογενίνης.

 


ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΙΚΗΣ ΟΜΟΙΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Ζερβολέα1 Ε., Χ. Πρατσίνης1, Δ. Σταθάκος1, Ε. Μπάσδρα2,

Α. Παπαβασίλείου2 και Δ. Κλέτσας1

1Εργαστήριο Κυτταρικού Πολλαπλασιασμού και Γήρανσης, Ινστιτούτο Βιολογίας, ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος”, 2Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Πατρών

Η μελέτη του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, της διαφοροποίησης και της ιστικής ομοιοστασίας γενικότερα έχει κυρίως εστιασθεί στο ρόλο εξωγενών ρυθμιστικών μορίων, όπως π.χ. οι αυξητικοί παράγοντες ή οι ορμόνες. Τελευταία όμως έχει αρχίσει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή και σε εναλλακτικούς τρόπους ρύθμισης των ανωτέρω διεργασιών.

Στο πλαίσιο αυτό μελετήσαμε κατ’ αρχήν το ρόλο των αυτοκρινών αυξητικών παραγόντων σε βασικές κυτταρικές λειτουργίες που άπτονται της ιστικής ανάπλασης, σε ένα in vitro κυτταρικό σύστημα που προσομοιάζει τις συνθήκες του ιστού in vivo, καλλιεργώντας δηλ. ανθρώπινους ινοβλάστες εντός πηκτής πολυμερισμένου κολλαγόνου. Βρέθηκε ότι η συντονισμένη δράση των αυτοκρινών αυξητικών παραγόντων και του πλέγματος του κολλαγόνου αναστέλλει τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, και οδηγεί σε αυξημένη αποδόμηση του κολλαγόνου, δηλ. μείωση της de novo σύνθεσης κολλαγόνου, διέγερση της έκκρισης και ενεργοποίησης των κολλαγονασών και μείωση των αναστολέων τους. Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν την αυτονομία των κυττάρων να ρυθμίζουν τοπικά την ιστική ανάπλαση, απουσία εξωγενών παραγόντων.

Επιπλέον, εξετάσαμε τη ρύθμιση της ομοιοστασίας ως αποτέλεσμα μηχανικών τάσεων. Χρησιμοποιώντας ένα απλό σύστημα δείξαμε ότι η στατική διάταση είναι ικανή να διεγείρει τη σύνθεση DNA σε ανθρώπινα οστεοβλαστικά κύτταρα, μέσω ενός μηχανισμού ανεξάρτητου από τη δράση αυτοκρινών αυξητικών παραγόντων. Επιπροσθέτως, δείχθηκε ότι η μηχανική αυτή αλλοίωση των κυττάρων προκαλεί την υπερέκφραση των πρωτεϊνών c-Fos και c-Jun, μελών του μεταγραφικού συμπλόκου AP-1, μέσω της ενεργοποίησης των σηματοδοτικών ενδιαμέσων MAPK και Rho. Τέλος, οδηγεί και σε δέσμευση του AP-1 επί του υποκινητού του γονιδίου της αλκαλικής φωσφατάσης, υποδεικνύοντας το ρόλο των μηχανικών τάσεων επί της οστεοβλαστικής διαφοροποίησης και της οστεογένεσης, γενικότερα.


 


ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ IN VITRO ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΕΡΜΑΤΙΚΩΝ ΙΝΟ-ΒΛΑΣΤΩΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥΣ IN VIVO ΣΕ ΥΨΗΛΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΓΛΥΚΟΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΩΝ

Χ. Πρατσίνης1, Σ. Τσαγκαράκης2, Ε. Ζερβολέα1, Φ. Γιαννακόπουλος2, Δ. Σταθάκος1, Ν. Θαλασσινός2 και Δ. Κλέτσας1

1)Εργαστήριο Κυτταρικού Πολλαπλασιασμού & Γήρανσης, Ινστιτούτο Βιολογίας, ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» & 2) Τμήμα Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού, ΠΓΝΑ «Ο Ευαγγελισμός»

Ασθενείς με σύνδρομο Cushing εμφανίζουν δερματικές αλλοιώσεις παρεμ-φερείς με αυτές που παρατηρούνται στο δέρμα κατά την γήρανση, με χαρακτηριστικότερη την καθυστερημένη επούλωση πληγών. Τούτο απο-δίδεται στη χρόνια παρουσία υψηλών επιπέδων γλυκοκορτικοειδών στην κυκλοφορία τους. Στην παρούσα εργασία μελετήσαμε in vitro πρωτογενείς καλλιέργειες δερματικών ινοβλαστών από ασθενείς με σύνδρομο Cushing, καθώς και από φυσιολογικούς δότες αντίστοιχης ηλικίας και φύλου. Υπό τις κλασσικές συνθήκες καλλιέργειας, οι ινοβλάστες από ασθενείς με σύνδρομο Cushing (CSF=Cushing Skin Fibroblasts) εμφάνισαν ρυθμούς πολλαπλα-σιασμού παρεμφερείς με αυτούς ινοβλαστών από φυσιολογικούς δότες (NSF = Normal Skin Fibroblasts). Αλλά και μετά το συγχρονισμό τους στη φάση G0 του κυτταρικού κύκλου, οι ινοβλάστες CSF διεγείρονται προς πολλαπλασιασμό από το ισχυρό μιτογόνο PDGF εξ’ ίσου με τους ινοβλάστες NSF. Περαιτέρω, κατά την in vitro μελέτη του ρυθμού σύνθεσης κολλαγόνου βάσει της ενσωμάτωσης τριτιωμένης προλίνης, διαπιστώσαμε ότι οι ινοβλάστες CSF και NSF εκκρίνουν συγκρίσιμες ποσότητες κολλαγόνου, τόσο χωρίς διέγερση όσο και μετά από διέγερση με τον παράγοντα TGF-β. Επίσης οι ενεργότητες κολλαγονάσης MMP-1 που εκκρίνονται από καλλιέργειες CSF και NSF είναι ισοδύναμες. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η χρόνια in vivo έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις γλυκοκορτικοειδών δεν προξενεί μεταβολή στη συμπεριφορά των ινοβλαστών in vitro, τουλάχιστον όσον αφορά το ρυθμό πολ-λαπλασιασμού και τη συσσώρευση κολλαγόνου. Αντίθετα, σημαντική διαφορά μεταξύ των κυττάρων CSF και NSF παρατηρήθηκε όσον αφορά την πολλαπλασιαστική τους γήρανση, δηλ. το μέγιστο αριθμό αναδιπλασιασμών που μπορούν να επιτελέσουν in vitro: οι ινοβλάστες CSF παρουσιάζουν γενικά μεγαλύτερο εύρος αναδιπλασιασμών από τους φυσιολογικούς. Οι κυτταρικοί μηχανισμοί που μπορεί να ευθύνονται για τη διαφορά αυτή βρίσκονται αυτή τη στιγμή υπό μελέτη.